χρονογραφώ

χρονογραφώ
χρονογραφῶ, -έω, ΝΜ [χρονογράφος]
είμαι χρονογράφος
νεοελλ.
1. (στη δημοσιογρ.) συντάσσω χρονογραφήματα
2. μετρώ με χρονογράφο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χρονογραφώ — χρονογραφώ, χρονογράφησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χρονογραφώ — 1. γράφω χρονογραφήματα. 2. μετρώ με το χρονογράφο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρονογράφῳ — χρονόγραφος chronicler masc dat sg χρονογράφος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”